07June

Εβαρβαρώθην χρόνιος ων εν Ελλάδι

roll012

«Κοίτα ρε που κατάντησα σαν βάρβαρος, όχι επειδή έλειπα για χρόνια από την Ελλάδα, αλλά επειδή έμεινα πολύ καιρό σ’ αυτή» (εβαρβαρώθην ου χρόνιος ων αφ’ Ελλάδος, αλλά χρόνιος ων εν Ελλάδι), λέει ο Καππαδόκης παππούλης, ο Απολλώνιος ο Τυανέας και νομίζεις πως μιλάει για το σήμερα.

Ο Απολλώνιος, Πυθαγόρειος φιλόσοφος και ασκητής, έζησε τον 1ο Μ.Χ. αιώνα, δύο χιλιάδες παρά κάτι ψιλά χρόνια πριν από τις αφεντομουτσουνάρες μας δηλαδή. Γεννήθηκε και ανδρώθηκε στα Τύανα της Καππαδοκίας, σε μία εποχή που αν και μπορεί να φαντάζει απόμακρη και «αρχαία» σε πολλούς ήταν στ’ αλήθεια ανατριχιαστικά όμοια με το Νεοελληνικό σήμερα. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τότε στα ντουζένια της, έκανε το πολυεθνικό της κουμάντο από τις ακτές της Βόρειας Γαλλίας μέχρι τα παράλια της Αφρικής και τις αιματοβαμμένες άμμους της Μέσης Ανατολής. Κι αν το «αυτοκρατορία» σας ακούγεται λίγο ντεμοντέ ας την πούμε «Ρωμαϊκή Εταιρία», ώστε να είναι πιο κατανοητή η φύση της στον σημερινό άνθρωπο που δεκάρα δεν δίνει «γι’ αυτά τ’ αρχαία και τέτοια». Ήταν ένας κόσμος με πολιτική διαφθορά, παρασκηνιακές ίντριγκες της εξουσίας, δάνεια, τοκογλύφους, ασφαλιστικές εταιρίες, προγαμιαία συμβόλαια και συναινετικά διαζύγια, με φουκαράδες βιοπαλαιστές, ιδεολόγους και μηδενιστές, νοικοκυραίους και επαναστάτες, τσαχπίνηδες επιστάτες ναών με βαθιές τσέπες και αλαφριά χέρια, αρώματα «μάρκες», σελέμπριτι ηθοποιούς, χορευτές και εφήμερους ποιητές, φαντάρους που έστελναν με περηφάνια το πορτραίτο τους στους γονείς τους αφού είχαν ολοκληρώσει την βασική τους εκπαίδευση και είχαν ορκιστεί στη λεγεώνα. 

Και μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο ο Έλληνας, ως συνήθως, πάσχιζε να κρατήσει κάτι από την ταυτότητά του, να βρει τον δρόμο του και τη θέση του στην αχανή νέα τάξη των πραγμάτων.

Ο ίδιος ο Απολλώνιος ελεεινολογεί τους συμπατριώτες του που δεν δίνουν πια στα παιδιά τους Ελληνικά ονόματα αλλά προτιμούν τα Λατινικά, για να είναι πιο μοδάτοι και προοδευτικοί. «Παππούδες άξιους δεν είχατε, να πάρετε το όνομά τους;» αναρωτιέται φουρκισμένος. «Δηλαδή οι Φλάβιοι και οι Λουκίλοι τί έκαναν για σας επιτέλους που τους θαυμάζετε τόσο;».

Το μεγαλύτερο σοκ όμως για τον παππούλη τον Απολλώνιο ήρθε όταν στον δρόμο του για την Ολυμπία ήρθαν κάτι καλόπαιδα Σπαρτιάτες να τον προσκαλέσουν στην πόλη τους. «Είμεθα μεγάλοι φανς σας, μεσιέ Απολλώνιε», του είπαν, «θα μας τιμούσε ιδιαιτέρως η παρουσία σας, γιατί εμείς, ξέρετε, ως Σπαρτιάται, πώς να το κάνουμε γουστάρομεν περί αρετής και τα τοιαύτα». Και θα δεχόταν ο Απολλώνιος, δεν είναι ότι δεν θα δεχόταν. Όμως, παρατηρώντας τους αγγελιοφόρους της Σπάρτης, τί να δει; Κλαρινογαμπροί! Με «σκέλη λεία», αποτριχωμένοι φουλ με φρυδάκι καλοσχηματισμένο και παρφουμαρισμένοι, με τα ωραία τους τα σικ Ρωμαϊκά συνολάκια – ποιοι; Οι απόγονοι αυτών που μεγάλωναν αρπάζοντας βουρδουλιές δίπλα από τον βωμό της Αρτέμιδος, έπιναν τον Μέλανα Ζωμό χωρίς να στραβώνουν τα μούτρα τους και το αιμοχαρές τους «αλαλά» κάποτε έκανε το αίμα των Αθανάτων του Ξέρξη να παγώνει. «Αίσχος, κύριοι!» αγανάκτησε ο Απολλώνιος. «Είσθε φλώροι του κερατά! Εκάς οι κάγκουρες!». Έκατσε μάλιστα και τα έγραψε ένα χεράκι στους Εφόρους της Σπάρτης και ως αποτέλεσμα, λέει ο βιογράφος του Καππαδόκη σοφού, εξόρισαν όλες τις αισθητικούς από την Σπάρτη. Τώρα τί έφταιγαν κι αυτά τα κορίτσια, άλλη ιστορία…

Έτσι λοιπόν κατέληξε ο Απολλώνιος να νιώθει «βαρβαρωμένος» από την πολύχρονη παραμονή του στην Ελλάδα. Ο τόπος του δεν ήταν πια δικός του: ήταν ξένος, άξεστος, ακαταλαβίστικος σαν το «βαρ-βαρ» που έβγαινε από το στόμα όλων εκείνων των Ασιατών ή Κελτών που παραδοσιακά οι Έλληνες έβλεπαν σαν το βλαχαδερό τριτοξάδερφό τους απ’ το χωριό.

Έτσι βρίσκω κι εγώ τον εαυτό μου να νιώθει σήμερα, πολύ πιο συχνά απ’ ότι θα ήθελα. Μπορεί να μην έχουμε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έχουμε όμως κάτι καλύτερο. Έχουμε τηλεόραση. 

Έχετε παρατηρήσει πως η τηλεόραση αποτελεί το κέντρο, την «εστία», του μοντέρνου Ελληνικού σπιτιού; Είναι κάτι σαν βωμός, σχεδόν πάντα στο μεγαλύτερο και κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού, το σαλόνι, λες και της πρέπει αδιαμφισβήτητα η τιμητική και περίοπτη αυτή θέση. Και το θυμίαμα που αναδύεται από αυτόν τον βωμό μυρίζει σαν κλούβια αυγά ή κάτι που πέθανε και έμεινε άταφο: τηλεοπτικές σειρές κακέκτυπα Αμερικάνικων παραγωγών, κουτσομπολιά και κατινιλίκια που περιστρέφονται γύρω από συνήθως έκφυλους, δυστυχισμένους ανθρώπους των οποίων το όνομα είναι καταδικασμένο να ξεχαστεί με την δύση του ηλίου. «Μα,» θα πει κάποιος, «η τηλεόραση ενημερώνει κιόλας. Εγώ την έχω για να βλέπω ειδήσεις μόνο». Όχι. Οι ειδήσεις δεν είναι ενημέρωση. Είναι το πρόγραμμα ενός σταθμού, μιας κερδοσκοπικής επιχείρησης δηλαδή, και σκοπός αυτού του προγράμματος είναι να βγάλει χρήματα ρίχνοντας διαφημίσεις σε όσα περισσότερα ζευγάρια μάτια μπορεί. Πώς το καταφέρνει αυτό; Με το να δημιουργεί ένα κλίμα φόβου και αγωνίας, μεταδίδοντας μόνο όσα «νέα» βοηθούν σε αυτό και με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί, εκτός των άλλων σκοπιμοτήτων της επιχείρησης, τον σημαντικότερο που δεν είναι άλλος από την μεγιστοποίηση του κέρδους. Άλλωστε, το ότι το αίσθημα του φόβου καθηλώνει τον άνθρωπο δεν είναι δα και καμία καινούρια ανακάλυψη των συμπεριφορολόγων. 

Βέβαια, δεν είναι μόνο η τηλεόραση το πρόβλημα του σύγχρονου βαρβαρισμού που μας δέρνει.  Είναι και η ίδια μας η παθητικότητα – ο συμβιβασμός μας με το «κοινώς αποδεκτό» και το «δεδομένο» γιατί, πως να το κάνουμε, η γνώση απαιτεί κόπο, δουλειά και αμφισβήτηση πολλές φορές του ίδιου μας του εαυτού – και όταν τα ξέρεις όλα, όταν εσύ είσαι σωστός και ο αντίπαλός σου λάθος, δεν πάει καλύτερα να πνιγεί και η γνώση και ο κόπος; Άντε μπράβο. Καλά είμαστε εδώ που είμαστε. Οι άλλοι να αλλάξουν. Εμείς μια χαρά είμαστε. 

Κάποιες ρομαντικές ψυχικές φαντασιώνονται μία μαζική επανάσταση που θα φουσκώσει σαν χείμαρρος και θα παρασύρει όλα τα σάπια και κακώς κείμενα της κοινωνίας μας μονομιάς. Στο σενάριο κάποιων αυτός ο χείμαρρος είναι «ο λαός», με δικράνια και πυρσούς και λαϊκά δικαστήρια. Στο παραμύθι άλλων πάλι είναι ένας πλουμιστός ηγέτης καβάλα στο άσπρο του άλογο ή η μετενσάρκωση του τάδε ή του δείνα πολιτικού του παρελθόντος που έχουν υπερ-ρομαντικοποιήσει στο μυαλό τους. 

Στο δικό μου σενάριο (γιατί σιγά μην δεν είχα κι εγώ ένα – αυτά, όπως λένε, είναι σαν το τρήμα της έδρας: όλοι έχουν από ένα) δεν γίνεται, δυστυχώς, τίποτα το τόσο επικό. Η πιο ουσιώδης επανάσταση μπορεί να γίνει από τον καθένα μας, εδώ και τώρα, σε δύο πολύ απλά βήματα. Πρώτον, πετάμε την τηλεόραση. Εννοώ την εξαφανίζουμε από τον χώρο μας, όχι απλώς την κλείνουμε. Κόβουμε κάθε επαφή με οποιαδήποτε μορφή και ρεύμα «κουλτούρας» που προσωπικά θεωρούμε ανάξιο λόγου. Το επιχείρημα «εγώ τα κράζω αυτά, μωρέ» δεν πιάνεται. Οι Ρωμαίοι με το damantio memoriae τους, κάτι ήξεραν. Δεύτερον, ασχολούμαστε με κάτι που μας αρέσει. Δεν έχει σημασία τί θα είναι αυτό: ξυλογλυπτική, συλλογή γραμματοσήμων, αστρονομία, μαγειρική, ζωγραφική, μίνι γκόλφ, πυρηνική φυσική, μαγεία του Χάους, κηπουρική, γνωστικισμό, οτιδήποτε. Για τον καθένα από εμάς είναι κάτι διαφορετικό αυτό που τον τραβάει και τον μαγεύει. Με το να δοθείς ολόψυχα στο μεράκι σου ξεκινάς ένας συναρπαστικό ταξίδι έρευνας και ανακάλυψης – και ξάφνου, συνειδητοποιείς, πως δεν σου μένει καθόλου χρόνος να ασχοληθείς με όλα αυτά τα στραβά που, στην ουσία, δεν μπορείς να αλλάξεις. Γιατί, απλούστατα, είσαι πολύ απασχολημένος με το να αλλάζεις τον εαυτό σου προς το καλύτερο. 

Στο δικό μου σενάριο, ο βαρβαρισμός του Νεοέλληνα δεν είναι κάτι που ξορκίζεται διά της βίας. Δεν είναι κάτι που πρέπει να πολεμηθεί με το σκληρό αντίδοτο της «επανεκπαίδευσης» όπως ευαγγελίζεται ο ολοκληρωτισμός κάθε απόχρωσης και επίφασης. 

Είναι απλά μια φωτιά που ρημάζει το δυναμικό των ανθρώπων κι αν της στερήσεις το οξυγόνο, θα σβήσει από μόνη της. Και ίσως οι στάχτες που θα αφήσει πίσω θα είναι το καλύτερο λίπασμα για τη νέα σοδειά Ελλήνων που θα φυτρώσει μέσα από τα κοτρόνια που έσπειραν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα. 

 

Article Published: Tuesday, 07 June 2016